Λεξικόν
παλαιότερη ονομασία της ήταν βαρεία γη, λόγω του βάρους της. Άλοι την εντάσσουν στην κατηγορία των καλίων για τη γεύση, τη δύναμη, την εφέλκυση και το ευδιάλυτό της. Δεν βρίσκεται ποτέ καθαρή στη φύση, αλά πάντοτε ενωμένη με οξέα και μάλιστα με το θειικό και ανθρακικό και με αυτά αποτελεί βαρύτατες πέτρες. Εξαγόμενη δια της τέχνης έχει πάντοτε μικρό όγκο, στερεό, τεφρώδες, σκληρό, εύθρυπτο, δριμύ, καυστικό, φαρμακερό. Βάφει με βαθύ πράσινο χρώμα το καταπότιον του ίου (σιρόπι της βιόλας), αναλύει και διαφθείρει τις ζωικές ουσίες. Ενώνεται με φωσφόρο, θείο, θειούχο υδρογόνο και αποτελεί την υδροθειούχο βαρεία χωρίς οσμή. Μπορεί να κρυσταλώνεται. Τη χρησιμοποιούμε στη Χημεία, για να γνωρίσουμε το θειικό οξύ. Στην ιατρική η χρήση της δεν είναι γνωστή, πλην λίγων περιπτώσεων, με μεγάλη όμως προσοχή, γιατί είναι φαρμακερή. (σημ.: βάριο.)