Λεξικόν
μολύβδαινα
μέταλο λευκόφαιο με κόκκους, 3 1/2 φορές βαρύτερο του ύδατος. Παλαιότερα το ταύτιζαν με το θειούχο σίδηρο (μαύρη πέ-, επειδή βάφει τα χέρια, όμως πρόκειται για μέταλο διαφορετικό. Δεν τήκεται ούτε διαλύεται σε οξέα. Αν ζεσταθεί στον καθαρό αέρα μεταβάλεται σε οξείδιο που μπορεί να κρυσταλωθεί στη μετεώριση. Μοιάζει με το στίμμι και συναντάται στη Σαξωνία, Βοεμία (Βοημία), Σουηκία (Σουηδία), Γαλία, κ.α. (σημ.: μολυβδένιο.)
253-254