Λεξικόν
βαρόμετρον (αεροβαρόμετρον η αεροσκόπιον)
όργανο με το οποίο μετρείται και εξετάζεται το βάρος του αέρος. Προήλθε από τον Τορρικήλ-λειο σωλήνα.
66
όργανο με το οποίο μετρείται και εξετάζεται το βάρος του αέρος. Προήλθε από τον Τορρικήλ-λειο σωλήνα.