ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

δυνάμει

ο όρος σημαίνει την ατελή επιτηδειότητα του όντος, την ικανότητα να περάσει από τη δυνατότητα στην πραγματικότητα (στην πραγμάτωση της ουσίας), με άλα λόγια μια δυνατότητα του όντος ενσωματωμένη σε αυτό, η οποία υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να πραγματοποιηθεί. (π.χ. το

σπέρμα θεωρείται ως δυνάμει ζώον).

20