Λεξικόν
ευκόλυνσις (ευκολία, commmodat)
η συμφωνία μεταξύ κάποιου που δίνει κάτι σε κάποιον άλον να το χρησιμοποιήσει και αυτού που το λαμβάνει, με την υπόσχεση να το αποδώσει μετά τη χρήση του. Ονομάζεται ευκολία επειδή το δάνειο διευκολύνει για κάποιο χρονικό διάστημα αυτόν που το χρησιμοποιεί και μετά το αποδίδει στον δανείσαντα ιδιοκτήτη. [Ο όρος commmodat είναι απόδοση του αντίστοιχου γαλικού commodite.]
198