ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

αρσενικόν

μέταλο λευκόφαιο που αντανακλά τα χρώματα της ίριδας. Είναι εύθραυστο, βαρύ, μετατρέπεται εύκολα σε οξείδιο ή οξύ. Βρίσκε­ται στα μεταλεία της Σαξωνίας ή Σουηκίας (Σουηδίας). Το εκ φύσεως αρσενικό συναντάται σε μαύρους και στιλπνώδεις όγκους. Καιόμενο αφήνει μυρωδιά σκορό-δου (σκόρδου). Συνήθως είναι ενωμένο με θείο: θειούχο αρσενικό, auripigmentum. Οι ιδιότητες του οξειδίου του αρσενικού διαφέρουν από τις άλες των μεταλικών οξειδίων. Είναι πάντα αιθέριο και διαλύεται όχι μόνο στα οξέα αλά στο ύδωρ και στο πνεύμα του οίνου. Ως μέταλο χάνει τη λαμπρότητά του, αν αφεθεί στον ανοι­κτό αέρα. Είτε ως οξείδιο είτε ως μέταλο, ενώνεται με όλα τα μέταλα. Σε όποια κατάσταση και αν βρίσκεται, αποτελεί σφοδρότατο διαβρωτικό φαρμάκιο (δηλη­τήριο) και επειδή εύκολα διαλύεται στο ύδωρ και στον οίνο, γίνεται θανατηφόρο ποτό. Παρ’ όλη την επικινδυνότητά του το χρησιμοποούν στην ιατρική σε μερικές ασθένειες, όπως στους συνεχείς πυρετούς, στη θεραπεία του καρκίνου. Αν ενωθεί με πίσσα, ρητίνη κ.α. μπορεί να προφυλάξει τα ξύλα από τη φθορά.

248-252