Λεξικόν
φλογογόνον
είδος αέρα που όταν ενωθεί με το θερμοξυγόνο προξενεί φλόγα και πυρ. Βγάζουμε τον αέρα αυτόν αν βάλουμε σε μια φιάλη ρινίσματα μετάλων, ύδωρ, θειικό οξύ, χωρίς να χρησιμοποιήσουμε πυρ και θέρμη. Ο αέρας αυτός είναι πολύ ελαφρότερος του ατμοσφαιρικού, με αναλογία 1/15. Με τον αέρα αυτό οι γυναίκες της Ευρώπης κατασκευάζουν τις αεροστατικές εκείνες μηχανές με τις οποίες ανεβαίνουν στον ουρανό πλέοντας στην ατμόσφαιρα σαν βασιλικοί μέλανες αετοί. (σημ.: αέρας εμπλουτισμένος με υδρογόνο λόγω επίδρασης οξέος σε μέταλα.)
108