Λεξικόν
διαπομπός
ο άνθρωπος ο οποίος αναλαμβάνει τη διεξαγωγή του διαπεμπτικού (διαβιβαστικού) εμπορίου. [Απόδοση στα εληνικά του γερμανικού όρου Spediteur που σημαίνει αποστολέας.] (σημ.: αποστολέας.)
60
ο άνθρωπος ο οποίος αναλαμβάνει τη διεξαγωγή του διαπεμπτικού (διαβιβαστικού) εμπορίου. [Απόδοση στα εληνικά του γερμανικού όρου Spediteur που σημαίνει αποστολέας.] (σημ.: αποστολέας.)