Λεξικόν
ο όρος έλαβε διαφορετικές σημασίες στις διάφορες φιλοσοφικές θεωρήσεις του. Για τους καρτεσιανούς η ουσία του σώματος ταυτίζεται με την έκταση, πράγμα ψευδές, γιατί η ύπαρξη της έκτασης έτσι προϋποτίθεται εξ ανάγκης (βλ. Κλάρκιος, Επισημειώσ. Εν τη Φυσική Ρωαουλτ. Κεφ. 7, π. 8). Έκταση χωρίς ύλη άλωστε είναι δυνατό να φανταστούμε και με το νου μας. Από την ουσία εκβλαστάνει σαν από πηγή κάθε ιδιότητα του σώματος. Αλά αν από την έκταση εξαρτάται το ότι τα σώματα είναι δεκτικά σχημάτων και διαιρέσεως, δεν μπορεί να εξαρτηθεί από αυτήν και η δύναμη με την οποία αυτά είναι αδρανή, ούτε η βαρύτητα ούτε η προς κίνηση και ηρεμία, τάση που εκ φύσεως έχουν ή η εφελκυστική δύναμη την οποία πολοί εισάγουν στη φύση (Μουσχεμβροέκ. Φυσικ. Κεφ. Δ´, π. 18). Για τον Γασσένδο η θεώρηση του υλικού σώματος στηρίζεται στις θεωρίες των Δημοκρίτου και Επικούρου, που εντοπίζουν τη φύση των σωμάτων στη στερεά έκταση, την πλήρη και παχεία, αντιδιαστείλοντάς τη προς τα κενά της ύλης διαστήματα. Όμως το παχύ και το ογκώδες δεν είναι αύταρκες για τη σύσταση της ουσίας των σωμάτων. Διότι από το ένυλο και πλήρες δεν εκβλαστάνουν ιδιότητες των σωμάτων, όπως η εφελκυστική δύναμη και η αδράνεια, κ.α. Και αν θεωρήσουμε ότι η ενυλότης υπάρχει σε κάποια ουσία ως υποκείμενο, δεν προσδιορίζεται ωστόσο με αυτήν η ουσία, διότι το παχύ, ένυλο και ογκώδες δεν παρεμφαί-νει τη φύση του σώματος. Για όσους ακολουθούν τη θεωρία των Leibniz, Wolf, η έκταση, η ενεργητική και η παθητική δύναμη συνιστούν τη ουσία των σωμάτων. Και η μεν έκταση κείται στη συνάθροιση των απλουστάτων στοιχείων των ελάχιστα εκτεταμένων, η δε κατ’ ενέργεια δύναμις βρίσκεται σε κάθε σώμα και είναι κοινή σε όλα τα μέρη της ύλης ενυπάρχουσα, αρχή του κινείν και η παθητική δύναμη, είναι αυτή με την οποία κάθε σώμα και μέρος του σώματος εκ φύσεως ανθίστα-ται στην κίνηση του άλου, την οποία ο Κέπλερος ονόμασε viminertia(αδρανία). Όμως δεν υπάρχει ούτε πολαστημόριον της ύλης, άμοιρον της αρχής του κινείν, της μυριαχώς ποικιλομένης την δύναμιν και την εν μέρεσι προς άληλα διαφοράν συνιστώσης. Δει γαρ ως ο εκείνων λόγος, έκαστον ύλης μέρος διαφέρειν άλου παντός , και δύο ταυτά κατά πάντα αλήλοις εν τω παντί όμοια είναι αδύνατον (βλ. Φυσιολο-γικάς Εισηγήσεις Της Φιλοσόφου του Καστελέτ, Κεφ. Η´, Περί φύσεως των σωμάτων). Η θεωρία αυτή δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτή. Η αρχή της κινήσεως και ηρεμίας, όπως είναι στη φύση και ο Αριστοτέλης την έχει εν γένει ορίσει, φαίνεται να υποθέτει την ύλη. Αλά το είναι της αρχής αυτής δεν αναπτύσσεται ακριβώς και μένει εν αφανεί η φύσις του σώματος. Έτσι λοιπόν με ευχαρίστηση θα ομολογήσουμε με τον Μουσχεμβροέκιο ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε με ακρίβεια την ουσία των σωμάτων και αν μπορέσουμε να τη γνωρίσουμε, αυτό θα είναι εκ των υστέρων και όχι εκ των προτέρων, με τους παραγωγικούς συλογισμούς της γεωμετρίας. Από τις ιδιότητες των σωμάτων, σύμφωνα με τις υπάρχουσες γνώσεις μας, κάποιες θεωρούνται αμετάβλητες, καθολικές και ουσιώδεις ποιότητες των όντων: έκταση, παχύτης, αδράνεια, δεξιότης προς κίνηση και προς ηρεμία, σχήμα, οι οποίες δεν επιδέχονται αύξηση ή μείωση. Σ’ αυτές θα πρέπει να προστεθούν η βαρύτης και η εφελκυστική δύναμη και κάποιες μεταβλητές, όπως το αντανακλαστικόν, το ροώ-δες, το αντίτυπον, το χρώματος ευμοιρείν, η θερμότης, η ψυχρότης, το έγχυμον, το άχυμον, το άοσμον, το ένηχον, το άνηχον, η σκληρότης, το ελατήριον. Το ίδιο μεταφυσικά παρουσιάζεται η ύλη στον Πλάτωνα, ο οποίος εισήγαγε τρείς αρχές για την ερμηνεία του κόσμου: το Θεό - νου, την ύλη (υποκείμενον πρώτον γενέσει και φθορά), την ιδέα (ουσία ασώματος, εν τοις νοήμασι και ταις φαντασίαις του Θεού). Οι περί Πλάτωνα θεωρούν ότι ο κόσμος δεν είναι προϊόν αυτόματου, δεν προέρχεται μόνο από κάτι (ύλη) αλά και υπό τινος (ος νους εστί ο Θεός) και σύμφωνα προς κάτι έγινε (ιδέα). Τεκταίνεται τον κόσμον ο δημιουργός νους εκ της ύλης αιωνίως προϋφεστώσης ανειδεούς και αμόρφου και υπ’ αυτού εν χρόνω είδος τε και μορφήν καλίστην λαχούσης, προς την εν αυτώ ιδέαν αντίτυπον. Η άποψη όμως ότι η ύλη τίθεται απ’ αιώνος είναι άτοπος κατά την ορθώς φρονούσα φιλοσοφία. Μεταφυσι-κώς συλαμβάνεται έτσι η ύλη και αναδέχεται όλα τα είδη, η ίδια όμως είναι άμορφος, άποιος (χωρίς ποιότητες), ανείδεος (χωρίς μορφή), χωρίς δικό της σχήμα, χωρίς να είναι ποιότητα και σώμα ή ασώματος, δυνάμει σώμα και δυνάμει ασώματος. Και ως τέτοια ούτε με το νου μπορεί να γίνει αντιληπτή, ούτε με τη δύναμη της φαντασίας. Ο Αριστοτέλης, απέχοντας από αληγορίες και αινίγματα, εισήγαγε μια απλούστερη δοξασία περί των αρχών του κόσμου, αναφέροντας ως τέτοιες τρεις: Ύλην, Εντελέχειαν, Στέρησιν. Ορίζεται δε στον Αριστοτέλη η ύλη μη είναι τι, ούτε ποσόν, ούτε ποιόν. Κάθε ον παίρνει μορφή από την ανειδεή και εντελώς άμορφη ύλη. Ορίζεται όμως αυτή θετικώς ως το πρώτον υποκείμενον εξ ου ενυπάρχοντος καθ’ αυτό, και μη κατά συμβεβηκός, γίνεται τι και εις ο έσχατον το φθειρόμενον αναλύεται. Και ονομάζεται πρώτον υποκείμενον σε αντιδιαστολή προς τη δεύτερη ύλη από την οποία προέρχονται τα τεχνητά σώματα. Ο Αριστοτέλης διακρίνει την ύλη και το είδος, το ποιούν αίτιο (κινητική αιτία) και το τελικό αίτιο (το σκοπό για τον οποίο γίνεται κάτι). Είναι επομένως η ύλη κρείττων γενέσεως και φθοράς, διότι δεν υπάρχει κάτι άλο πρότερο από το οποίο θα μπορούσε να γεννηθεί, ούτε κάτι ύστερο στο οποίο θα μπορούσε να αναλυθεί. Δεν είναι τίποτε άλο παρά σώμα που νοείται με αφαίρεση κάθε μορφής και το οποίο γεννήθηκε εκ φύσεως να δέχεται κάθε μορφή. Είναι η δύναμη να μετασχηματίζεται προς πάντα τα φυσικά των ειδών, που είναι αντιληπτά με την αίσθηση, γι’ αυτό και ονομάζεται από τους Πλατωνικούς, που έχουν ως προς αυτό ανάλογες με τους Αριστοτελικούς αντιλήψεις, εκμαγείον και πανδεχές και τιθήνη και μήτηρ και χώρα. Το δε είδος είναι η δεύτερη κατά τον Αριστοτέλη αρχή, και ενώ η πρώτη ύλη αποτελεί ψιλήν δύναμιν, το είδος είναι άκρατος εντελέχεια. Κατά τον Ναζιανζηνό το είδος θεωρείται ως κάλος εκμορφου-μένης ύλης. Λόγος του τι ην είναι, ήτοι ουσίας καθ’ ην τοιούτον εστί το ον και κατ’ άλους εντελέχεια ή ενέργεια ή τελείωσις πρώτη, τελειούται γαρ δι’ αυτού η ατελής ύλη και από του δυνάμει επί το ενεργεία μετακαλείται, πολών δυνάμεων προς το ποικί-λως ενεργείν πλουτούσα. Ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος και πολύ αργότερα ο Επίκουρος ανέστησαν το περί ατόμων και κενού δόγμα, που αποδίδεται σε κάποιο Φοίνικα Μόσχον προ των γεγονότων της Τρωικής μάχης. Τα άτομα θεωρούνται άπειρα ως προς το πλήθος και το κενό άπειρο ως προς το μέγεθος. Τα άτομα είναι σώματα λόγω θεωρητά, αμέτοχα κενού, αγέννητα, αίδια, άφθαρτα, άθραυστα, αναλοίωτα. Κατά τον Επίκουρος τρία είναι τα χαρακτηριστικά τους: σχήμα, μέγεθος, βάρος. Κατά το Δημόκριτο δύο: μέγεθος και σχήμα. Είναι δε τα σχήματα των ατόμων περιληπτά (κατανοητά), όχι άπειρα, διότι δεν είναι ούτε αγιστροειδή ούτε τριαια-νοειδή ή κρικοειδή, γιατί τα σχήματα είναι εύθραυστα και τα άτομα είναι απαθή, άθραυστα. Κατ’ άλους τα σχήματα των ατόμων φέρονται απερίληπτα και άπειρα, θεωρώντας ότι άλα μεν είναι γωνιώδη, άλα άμοιρα γωνιών, επίπεδα, περιφερή, λεία, τραχέα, αγκιστροειδή, καμπυλοειδή και μυρίων άλων σχημάτων κάθε είδους. Ονομάζονται άτομα, όχι επειδή είναι ελάχιστα, αλά επειδή δεν μπορούν να τμη-θούν και παραμένουν απαθή και αμέτοχα του κενού. Στα άτομα λοιπόν αυτά θεωρούσαν ότι υπήρχε μια έμφυτη ορμή, με την οποία κατά το Δημόκριτο κινούνταν πλαγίως. Ο δε Επίκουρος αποδίδε σ’ αυτά και βάρος και θεωρούσε ότι άλα κινούνταν ευθέως, άλα πλαγίως και άλα με προς τα πάνω με κτυπήματα και τινάγματα. Θαυμάσειεν ουν τις εικότως, ανδρών τηλικούτων ούτω ψυχρά πλάττειν ατοπήμα-σι: Διότι στα άτομα αυτά κανείς νους δεν τίθεται εφεδρεύων, ούτε παράγων, ούτε κι-νών, ούτε διευθύνων τα άτομα αυτά, διότι δεν υπάρχει στο παν κάποια ουσία αμιγής ύλης, τα πάντα είναι υλικά και συγκροτούνται από συναθροιζόμενα άτομα. Η δε των ατόμων φορά, η τυχαία και άλογος, θεωρούσαν οι ατομικοί ότι δημιούργησε το δικό μας ήλιο, τους αστέρες και τον ουρανό και τα άλα… και ακόμη ότι ο νους μας, οι εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις, που ενεργούν μετά βουλής και κρίσεως και οι αισθήσεις των άλων ζώων και οι ενυπάρχουσες δεξιότητες στα φυτά και στα υπόλοιπα, όλα αυτά της αδρανούς και αφυούς ύλης εικαία τυγχάνει αποκυήματα. Απο-μακρυνόμενοι από τα άτοπα αυτά οι νεότεροι Μαϊγνάνιος και Γασσένδος, προσπάθησαν να επανορθώσουν και να ανασυστήσουν την πλασματουργίαν του Επικούρου και ένω αποδέχτηκαν τα άτομα και το κενό, νουν επέστησαν έφορον, θεόν, τον πα-ραγαγόντα και κίνησιν δωρησάμενον, και προς παραγωγήν των πάντων κάλιστα αρμόσαντα και διευθετήσαντα. Αλά δεν ακολουθούν αυτοί με ακρίβεια τις αρχές των Επικουρείων. Ο Μαϊγνάνιος εισάγει το κενό θεωρώντας ότι αυτό καλύπτεται από μία κατ’ αίσθησιν αιθερία ύλην, ο δε Γασσένδος πραγματική υπέθετε την ύπαρξή του. Και ο μεν ένας θεωρούσε αμερή τα άτομα, ο δε άλος τα υπέθετε απλουστά-τα και εντελώς αμερή. Επικρίνεται το έργο Κόσμος του Ρενάτου δες Κάρτες, ήτοι το περί φωτός & αρχών αυτού πόνημα. Ο τεμαχισμός της συνεχούς και ομοφυούς ύλης σε βραχύτατα μόρια, τριών ειδών, οι δίνες που δημιουργούνται με τη συστροφή και περιστρόμβηση των υλικών μεριδίων, η δημιουργία του ηλίου ως κέντρου του κόσμου (ηλιοκεντρικό σύστημα) και των απλανών αστέρων είναι απόψεις που δεν γίνονται δεκτές. Οι θέσεις των Καρτεσίου, Λεϊβνιτίου για την άρνηση του κενού δεν γίνονται δεκτές. Η καρτεσιανή άποψη για τη σταθερή ποσότητα της κίνησης απορρίπτεται. Τα πειράματα για τα ελαστικά σώματα αποδεικνύουν ότι άλοτε αυξάνει το μέγεθος της κινήσεως στον κόσμο και άλοτε μειώνεται.