ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

σεισμός

ο τρόμος ενός μέρους της επιφανείας της γης. Κατά τις παλαιότερες ερμηνείες προέρχεται από την κάτω από τη γη έξαψη, από τα αεροειδή ρευστά και την εξάτμιση του ύδατος. Κατά τους νεότερους, η ηλεκτρι­κή ύλη είναι παντού σκορπισμένη, ανάλογα με τη χωρητικότητα των σωμάτων. Όταν διαταραχθεί η ισορροπία της, προσπαθεί να την επαναφέρει. Από τη βίαιη δύναμη με την οποία διαχέεται, ζητώντας να περάσει από σώματα που την αφήνουν να περάσει, προέρχονται οι σεισμοί τους οποίους οι φυσικοί θεωρούν ως υπόγειους κεραυνούς.

600