ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

στοιχεία κόσμου

οι παλαιοί φιλόσοφοι δέχονταν κοινώς τέσσερα στοιχεία, τον αέρα, το ύδωρ, το πυρ και τη γη. Από τη διαφορετική μίξη των στοι­χείων υπέθεταν ότι προήλθαν όλα τα σώματα. α) Και ενώ δεν υπάρχει σώμα στο οποίο να μην βρίσκονται όλα αυτά ή μέρος αυτών, είναι πολύ αβέβαιο αν τα μόρια του αέρος, του ύδατος, του πυρός, της γης είναι ομογενή και πρώτιστα ή σύνθετα από άλα στοιχεία διάφορα. Ο Λαβοαζιέ από τα πειράματά του νόμισε ότι είδε το ύδωρ σύνθετο από τις βάσεις των δύο αέρων, που οι άλοι ονόμαζαν φλογιστό και αφλόγιστο και αυτός με νέα ονόματα ονομάζει υδρογόνο και οξυγόνο. Αν και δεν έλειψαν να του εναντιωθούν ως προς την άποψη αυτή. Ο κοινός αέρας είναι φανερά γνωστός ως μίγμα διαφόρων αέρων, από τους οποίους ο καθένας είναι σύν­θετος από ύδωρ και πυρ και μία άλη ουσία οξεία ή αλκαλική. Το πυρ δεν είναι γνωστό από τι αποτελείται και αν το λεγόμενο στοιχειακό πυρ έχει την αυτή αρχή με το φλογιστό, το οποίο άλοι το δέχονται και άλοι το αναιρούν, με το φως, με τον φλογίσιμο αέρα και με το ηλεκτρικό πυρ. Η γη διακρίνεται σε πέντε κύρια εί­δη: τιτανώδης, βαρύτις, αργιλώδης, μαγνησιακή, πυρίτις, οι οποίες όλες λέγονται στοιχεία, χωρίς όμως να γνωρίζουμε αν κάποια από αυτές είναι πράγματι τέτοια. Μάλιστα με βάση τις πρόσφατες πειραματικές διαδικασίες των κυρίων Τόνδι και Ρούπρεχτ, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτές όλες δεν είναι παρά τίτανοι (άσβεστοι) μεταλικές (Συγραμμάτια Επίλεκτα περί Επιστημών & Τεχνών, Τομ. ΙΓ´, σελ. 20). β) Επίσης είναι αβέβαιο αν στη σύνθεση των σωμάτων συμμετέχουν μόνο αυτά τα τέσσερα στοιχεία και αν τα οξέα και αλκάλη και οι άλες ουσίες που μετέχουν πρέπει να αναφέρονται σε αυτά τα ίδια στοιχεία ή να θεωρούνται ως πράγματα τελείως διαφορετικά από τον αέρα, από το ύδωρ, το πυρ, τη γη. Το με­γαλύτερο και δυσκολότερο ζήτημα είναι αυτό της πρώτης κατασκευής και μορφώ­σεως των ίδιων των στοιχείων, όποια και αν είναι και ο τρόπος με τον οποίο δημι­ουργούνται τα σώματα. Κάποιοι θεώρησαν ότι οι αρχές ή τα στοιχεία της ύλης είναι απλά και ανέκτατα. Όμως εδώ γεννιέται και άλη δυσκολία να καταλάβουμε πώς από στοιχεία απλά και ανέκτατα προκύπτουν σώματα εκτεταμένα, προικισμένα με δύο δυνάμεις, την ελκυστική και απωθιστική, από τις οποίες προέρχεται το φαινό­μενο της εκτάσεως και της στερεότητος. Η υπόθεση είναι αγχινοίας γέννημα, όμως δεν μπορούμε να να δούμε βάσει ποιας αρχής, μπορούν να αποδοθούν σε στοιχεία ανέκτατα οι δυνάμεις της έλξης και ώσης που ανακαλύφθησαν στα εκτεταμένα σώματα, τα οποία είναι διαφορετικά. Της έλξεως και ώσεως ως τώρα δεν γνωρί­ζουμε παρά τα αποτελέσματα και η αιτία τους μας είναι άγνωστη. Αυτή μπορεί να εξαρτάται από μία εσωτερική δύναμη λόγω της οποίας τείνουν στο να πλησιάσουν ή να απομακρυνθούν το ένα από το άλο κι από μία εξωτερική που τα πλησιάζει ή τα απομακρύνει. Αυτή όμως είναι μια αθεμελίωτη και ιδιόρρυθμη υπόθεση. Στα σώματα βλέπουμε ότι όσο πλησιάζουν, τόσο αυξάνει η έλξη, ώστε όταν αγίζουν το ένα το άλο, στην επαφή η έλξη γίνεται πάρα πολύ μεγάλη. Αφού λοιπόν απέδωσαν στα ανέκτατα στοιχεία εκείνο που αποτελεί ιδιότητα των εκτεταμένων σωμάτων, πώς θέλουν να διισχυρίζονται με άλη αθεμελίωτη υπόθεση ότι η έλξη πρέπει να ενεργεί σε αυτά με νόμους εντελώς αντίθετους και ότι αφού ήλκυσαν το ένα το άλο ως ένα μέρος, στο επόμενο χρονικό διάστημα πρέπει να απωθούνται; Και αυτή η ώση είναι αβέβαιο αν είναι μία δύναμη θετική στα σώματα ή απλό αποτέλε­σμα μιας ελάσσονος έλξεως. Οι χυμικές κατακρημνίσεις γνωρίζουμε ότι και αυτές εξαρτώνται από την ίδια την αρχή της εκλεκτικής έλξεως, για την οποία τα μόρια ενός σώματος αφήνουν εκείνα, με τα οποία ήταν ενωμένα για να ενωθούν με άλα, προς τα οποία έχουν περισσότερη συγένεια. Η ιδιότητα που έχει το ηλεκτρικό ρευστό να διαχέεται στα πλησίον σώματα είναι εκείνη που προξενεί στα ηλεκτρι-ζόμενα σώματα την αμοιβαία έλξη και ώση των ελαφρών σωματίων. Ίσως λοιπόν όλες οι ωθήσεις να ερμηνεύονται με αυτόν τον τρόπο και επομένως είναι αθεμε-λίωτο να υποθέτουν στα στοιχεία μια δύναμη θετική που δεν υπάρχει στη φύση. Τα αισθητήρια μας ομόφωνα μαρτυρούν ότι τα μόρια των σωμάτων εφάπτονται το ένα στο άλο και πληρούν το δοθέν διάστημα. Και σε αυτό συνίσταται εκείνο που ονομάζουμε στερεότητα και έκταση, δύο ουσιώδεις ιδιότητες των σωμάτων. Όμως ως προς την υπόθεση αυτή πρέπει να πούμε ότι δεν υφίσταται στα σώματα ούτε έκταση ούτε στερεότητα και ότι και οι δύο είναι απλές απάτες. Παίρνοντας λοιπόν αυτό ως δεδομένο δεν είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι και η ύπαρξη των σωμάτων είναι μία απάτη, διότι τι μένει αν αφαιρέσουμε από αυτά την έκταση και τη στερεότητα; Κατά τον Χουμ (TreatiseofhumanNature, Τομ. Α´) που ήθελε να συμβιβάσει αυτές τις δύο αντίθετες γνώμες, τα στοιχεία είναι και ανέκτατα και ταυτόχρονα στερεά και εφάπτονται το ένα του άλου, θεωρία που επίσης κρίνεται αντιφατική. Και αν αυτός δεν διέτριβε τόσο στη διάλεξη αυτή, θα ήταν αμφίβολο αν είπε κάτι τέτοιο παίζοντας παρά σπουδάζοντας. Η πραγματική φύση όμως των στοιχείων αγνοείται. Ότι τα σώματα είναι σύνθετα από πολά μόρια, το μαθαίνου­με από την αφή και την όραση. Ότι τα μόρια αυτά είναι ενωμένα το ένα με το άλο μας, το δείχνουν οι αισθήσεις. Ότι μπορούν να διαιρεθούν μας το δείχνει η πείρα. Ότι δεν μπορούν διαιρεθούν πέρα από ένα όριο μήτε από την τέχνη μήτε από τη φύση, μας το βεβαιώνει επίσης η πείρα. Αυτά λοιπόν τα μέρη που είναι φυσικώς αδιαίρετα και μεταφυσικώς διαιρετά, είναι εκείνα που οι φυσικοί ονομάζουν στοι­χεία των σωμάτων. Αν όμως ο Θεός τα έκτισε στερεά και εκτεταμένα ή έκτισε πριν από αυτά άλα ανέκτατα και μη στερεά, για να σχηματίσει με τρόπο άγνωστο σε μας αυτά που παριστάνονται στις αισθήσεις μας ως στερεά και εκτεταμένα, ποιος είναι εκείνος ο σκώληξ οπού θέλει τολμήσει να το αποφασίσει;

299-305