ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

σχισμός (σχίσις) τζακισμάτων

μέθοδος η οποία φέρει τα τζακί-σματα από μεγάλη ονομασία εις μικρήν. Δηλαδή με αυτήν το τζάκισμα (κλάσμα) δίνεται σε ισοδύναμη απλούστερη μορφή. (σημ.: απλοποίηση κλασμάτων.)

45