Λεξικόν
σώμα ελαστικόν
το σώμα το οποίο, όταν πιεστεί, υποχωρεί και υποβάλεται σε μεταβολή το σχήμα του, μετά την πίεση όμως αποκτά ξανά το προγενέστερο σχήμα του. Τέτοια είναι τα: μέταλα, φυτά, ξύλα, λίθοι, οστά, ύελοι, κ.α. Από αυτά άλα είναι περισσότερο και άλα λιγότερο ελαστικά.
245