Λεξικόν
τα σώματα που ενώνονται με το οξυγόνο του αέρα σε κάποιο βαθμό θερμότητας ή όσα έχουν τόση συγένεια με το οξυγόνο, ώστε εκείνο αφήνει το αερώδες σχήμα του και ενώνεται με αυτά, ενώ τη στιγμή της ένωσης εκπέμπεται φως και θερμαντικό. Από αυτά άλα είναι απλά, δηλαδή μονήρεις αδιαίρετες ουσίες, που μπορούν να λάβουν μόνες τους το οξυγόνο από τον αέρα, όταν βρουν τον αναγκαίο βαθμό θερμότητας, πχ υδρογόνο, άνθραξ, παυσί-ζωο, θείο, φωσφόρος, μέταλα και άλα σύνθετα, δηλαδή διαιρούνται εκ φύσεως σε δύο ή πολά ετεροειδή, το κάθε ένα από τα οποία, αν βρει την ανάλογη θερμότητα, είναι επιτήδειο να αρπάζει από τον αέρα το οξυγόνο, πχ διαλύσεις άνθρακος, θείου, φωσφόρου σε υδρογονικό αέρα, ένωση άνθρακα με σίδηρο, έλαια, ρητίνες και όσα συντίθενται με υδρογόνο και άνθρακα στα φυτά.