ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

λευκόχρυσος

μέταλο βαρύτατο, ελάχιστα λυόμενο και καύσιμο, επομένως ελάχιστα αλοιωτό. Συμφωνούν οι χημικοί ότι μεταφέρθη­κε από την Ιαμάϊκα (Τζαμάικα) στην Αγλία, στα μέσα του 18ου αιώνα, αν και κάποιοι ισχυρίζονται ότι ήταν γνωστό με άλο όνομα στους παλαιούς. Βρίσκεται στην Αμερική και μάλιστα στα μεταλεία του Περού. Συναντάται σε μεταλική κατάσταση με τη μορφή μικρών, λείων και ομαλών κόκκων, χρώματος λευκού πε­λιδνού (μαυροκίτρινου), μεταξύ του χρώματος του αργύρου και του σιδήρου, ώστε οι πρώτοι ευρετές τον ονόμασαν πλάτινον, δηλαδή αργυρίσκο. Η ειδική βατρύτητά του είναι 20 φορές μεγαλύτερη από αυτή του ύδατος. Στη φυσική του κατάσταση μαλάσσεται, δεν αλοιώνεται από τον αέρα και η φύση του δεν μεταβάλεται από πυρ. Αν όμως η θερμότητα διαρκέσει πολύ, η επιφάνειά του αλοιώνεται και αυξά­νεται το βάρος του, πράγμα που φανερώνει αρχή οξείδωσης. Διαλύεται από το νι-τροαλικό οξύ (βασιλικό ύδωρ), ενώνεται με όλα σχεδόν τα μέταλα. Θεωρείται ένα από τα τελειότερα μέταλα και ωφελιμότατο στις τέχνες και την οικονομία. Επειδή δεν τήκεται τελείως και δεν αλοιώνεται είναι κατάληλο για την κατασκευή αγεί-ων. Η πυκνότητα και η σκιερότητα του τον κάνουν κατάληλο για την κατασκευή οπτικών οργάνων, όπως τα αντανακλαστικά ένοπτρα των τηλεσκοπίων.

211-216