Λεξικόν
νόμος
κατά το γενικότατο ορισμό είναι, όπως επιμαρ-τυρεί και η ετυμολογία της λέξεως από το νέμω που σημαίνει μοιράζω και δίδω, η απόδοση του ανήκοντος δικαιώματος προς άπαντα τα άυλα και υλικά όντα. Κατά το μερικότερο ορισμό είναι ο κανόνας ή η επιταγή που επιτρέπει σε κάποιον ή απαγορεύει άλα πράγματα. Και τέτοιοι νόμοι είναι οι εξής: ο φυσικός, ο θείος, ο πολιτικός, ο εμπορικός, ο περί των ποινών και ο εγκληματικός, ο εμπορικός.
κα-κγ