ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

όξος

προϊόν οξώδους ζυμώσεως. Αναμεμιγμένο με πολύ ύδωρ, οι χημικοί βρίσκουν τρόπους να το χωρίζουν. Ο Στάλιος το εξέθεσε στο ψύ­χος, οπότε με την κρυστάλωση του ύδατος απομένει το όξος υγρό. Η μέθοδος αυ­τή είναι ατελής, γιατί το όξος περιέχει και ετερογενή σώματα, από τα οποία απαλ­λάσσεται με απόσταξη. Τότε το όξος γίνεται άχρωμο, διαυγές, με νόστιμη γεύση και οσμή, αλά και έτσι δεν μπορεί να ονομαστεί οξικό οξύ, δηλαδή τέλειο οξύ του όξους, επειδή απομένουν σε αυτό μερίδια ύδατος. Οι νεότεροι ονομάζουν το οξώδες οξύ ατελές στη συστηματική τους διάλεκτο. Το οξώδες αυτό οξύ έχει συγένεια με πολά σώματα. Ενώνεται με φυτικόν έμμονον κάλι μέχρι κορεσμού και σχηματίζει ένα δεύτερο άλας που ονομάζεται κατά την ορολογία της αποθήκης (των φαρμα­κοποιών) λεπιδωτή γη του ταρτάρου (terrafoliatatartari), στη δε συστηματική ορολογία των χημικών οξίτης ποτάσσας (acetispotassae). Αν ενωθεί με ορυκτόν έμμονον κάλι, νάτρον, τότε το άλας που παράγεται από αυτό ονομάζεται ξηρά λε­πιδωτή γη ταρτάρου (terrafoliatatartarisicca), συστηματικώς δε οξίτης νάτρου (acetissodae), τα οποία αναλύονται από όλα τα ορυκτά οξέα.

668