ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

οξυγόνωσις (οξύδωσις)

η ένωση του οξυγόνου με καύσιμο σώμα. Για να ενωθεί το οξυγόνο με κάποιο σώμα, είναι ανάγκη τα συστατικά μόρια του σώματος να έχουν ισχυρότερη εφέλκυση με το οξυγόνο από όση έχουν μεταξύ τους. Αν η φύση δεν συντρέξει στη μείωση της μεταξύ των μορίων των σωμάτων εφέλκυσης, πρέπει να μεταχειρισθούμε την τέχνη, η οποία χρησιμοποιεί το θερμα­ντικό σε όσα σώματα θέλει να ενώσει με το οξυγόνο. Η οξυγόνωση των σωμάτων παρουσιάζει μεγάλη αναλογία με την καύση. Κάθε καύση είναι οξυγόνωση αλά κάθε οξυγόνωση δεν είναι αναγκαίως καύση.

119-120