Λεξικόν
κατά τους Μόρο, Νεύτωνα, Κλάρκιο η ουσία του κενού διαστήματος είναι ο Θεός. Ο Μόρος θεωρεί ότι στον άπειρο αυτό ενδότερο τόπο ταιριάζουν όσα αποδίδονται από τους μεταφυσικούς στο πρώτιστο ον (το Θεό): το ένα, το απλούν, το ακίνητον, το αιώνιον, το πεπληρωμένον, το ανεξάρτητον, το αφ’ εαυτού υπάρχειν, το καθ’ εαυτό υφίστασθαι, το αδιάφθαρ-τον, το αναγκαίον, το άπειρον, το άκτιστον, το απερίγραπτον, το ακατάληπτον, το πανταχού παρείναι, το ασώματον, το διά πάντα διήκειν και πάντα συνέχειν, το είναι κατ’ ουσίαν, ον ενεργεία, η άκρατος εντελέχεια. Ο Νεύτων θεωρεί ότι ο Θεός είναι αιώνιος, άπειρος, τα πάντα γνωρίζων και τα πάντα δυνάμενος, ο οποίος διαμένει απ’ αιώνος εις αιώνα και από απείρου εις άπειρον, διευθύνοντας τα πάντα και γνωρίζοντας πάντα τα γινόμενα και τα δυνάμενα να γνωστούν. Παραπλήσια προς αυτά αναφέρει και ο Κλάρκιος στο σύγραμμά του περί της υπάρξεως και των προσόντων Θεού και στις επιστολές του προς το Λεϊβνίτιο. Αυτοί όμως που ορίζουν το θείο ως ουσία του διαστήματος εκτραχηλίζονται σε τόσο άτοπες θέσεις, ώστε υποθέτουν το θείο ως ουσία της ύλης. Και είναι να απορεί κανείς που ο Κλάρκιος διά των θέσεών του αυτών, που τόσο πλησιάζουν το δόγμα του Σπινόζα, νομίζει ότι ανέτρεψε το του Σπινόζου φρόνημα. Η ουσία του διαστήματος δεν είναι η ουσία του Θεού, η ουσία του αιωνίου όντος. Και όλα όσα οι Μόρος, Νεύτων, Κλάρκιος, Ρα-φσώνιος και άλοι, προ πάντων δε οι Άγλοι φιλόσοφοι υπέθεσαν για το διάστημα, είναι ιδιότητες ενός φαντασιώδους και επίπλαστου όντος, όπως παρέδωσαν οι Ωββέ-σιος, Λεϊβνίτιος, Ουόλφιος και πάντες οι γύρω από τον Καρτέσιον. Το διάστημα, το οποίο ονομάζουν κενό, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλο παρά έκταση σωματική, πολύ λεπτή και ροώδης, η οποία διαφεύγει της αφής και κάθε άλης αίσθησης, όπως αυτή που παρατηρήθηκε στο κενό του Βοϋλίου. Συνίσταται δε από πολύ λεπτά μόρια, διακεκριμένα μεταξύ τους. Όμως πρώτιστο κεφάλαιο της θεολογίας των Χριστιανών είναι ότι η φύση του Θεού είναι εντελώς ακατάληπτη από τους ανθρώπους. Το ότι ο Θεός είναι απέραντος και πανταχού παρών και φρονούμε και πιστεύουμε. Αλά ότι στην ύλη συνδιαχωρεί το θείο και συνεκτείνεται, ούτε της ύλης ουσία αποτελεί ούτε σύμφωνο με την πίστη μας είναι. Έτσι λοιπόν δεν γνωρίζουμε με ποιο τρόπο ο Θεός είναι πανταχού παρών, αν και γνωρίζουμε ότι ενεργεί δια πάντων, κινεί και συνέχει τα πάντα. Όμως το να προσπαθούμε να πλησιάσουμε τα απορρητότερα, των οποίων η γνώση είναι για τον άνθρωπο ανέφικτη, αποτελεί θρασύτητος και απονοίας προφανές τεκμήριον.