Λεξικόν
σώμα άκαυστον
το καύσιμο σώμα που έχει ενωθεί με οξυγόνο, ενόσο δεν έχει δίπλα του άλο σώμα με περισσότερη συγένεια προ στο οξυγόνο. Διαιρούνται τα άκαυστα σώματα σε οξείδια και οξέα.
122-123
το καύσιμο σώμα που έχει ενωθεί με οξυγόνο, ενόσο δεν έχει δίπλα του άλο σώμα με περισσότερη συγένεια προ στο οξυγόνο. Διαιρούνται τα άκαυστα σώματα σε οξείδια και οξέα.