Λεξικόν
μέταλο με ωραίο κόκκινο χρώμα, λαμπρό, ελαστικό, σκληρό, ηχώδες, οδμηρόν. Έχει γεύση στυπτική, που προξενεί ναυτία. Το βάρος του είναι 8 φορές μεγαλύτερο από αυτό του ύδατος. Καίγεται αργά στον αέρα με πράσινη φλόγα και γίνεται πράσινο οξείδιο, που λέγεται πράσινος χαλκός. Διαρεί-ται σε λεπτότατα φύλα. Σε φυσική κατάσταση αποτελεί το κίτρινο μέταλο του χαλκού, ενωμένο με θείο, αρσενικό, στίμμι, αποτελεί μέταλο τεφρώδους χρώματος. Αλοιώνεται στον αέρα, ενώ ύδωρ που περιέχει χαλκό γίνεται φαρμακερό και αηδές. Μεταβάλεται ο χαλκός από το πυρ. Τα κάλια και οι γαίες ενεργούν πάνω του. Ενώνεται με τα περισσότερα μέταλα. Το θειικό οξύ ενεργεί στο χαλκό δημιουργώντας το θειικό χαλκό με τη μορφή ρομβοειδών κυανών κρυστάλων, τη χαλκάνθη της Αφροδίτης, την κυανή χαλκάνθη / vitrioloazzuro. Ο χαλκός χρησιμοποιείται στις τέχνες και στα εργαστήρια των βαφέων, για την κατασκευή μαγειρικών σκευών και αγείων του φαρμακείου, πλην όμως είναι μέταλον φαρμακερόν. Ο χαλκός ως οξείδιον ή άλας φαρμακεύει, προκαλώντας εμετό, διάρροιες, ενεργεί στα νεύρα, προξενεί σπασμούς, παραφροσύνη, κάποτε και υπερβολική μανία με συμπτώματα φλόγωσης του εγκεφάλου ή των καλυμμάτων του εγκεφάλου, σε μεγάλη ποσότητα προκαλεί διάβρωση του στομάχου και των εντέρων και τέλος το θάνατο.