Λεξικόν
χημική συγένεια
η κλίση ή η αμοιβαία έλξη δύο ετεροειδών σωμάτων στο να ενώνονται το ένα με το άλο, ώστε να αποτελούν ένα ομοειδές σώμα. Υπάρχουν πολές συγένειες από τις οποίες κυριότερες είναι δύο. Η συνθετική συγένεια και η εκλεκτική συγένεια.
138