Λεξικόν
μονήρες σώμα (isole)
αυτό το οποίο στηρίζεται από το αυτηλεκτρικό σώμα ή κρέμεται δια μετάξης. Όταν θέλουμε να ηλεκτρίσουμε ετε-ροηλεκτρικό σώμα, το κάνουμε μονήρες για να μην επικοινωνεί με τα άλα ετεροη-λεκτρικά σώματα, τα οποία του αρπάζουν την ηλεκτρική ύλη.
531