Λεξικόν
ετυμολογικώς ο όρος σημαίνει τον εραστή της σοφίας. Σύμφωνα με την αντίληψη των παλαιότερων, η φιλοσοφία λαμβάνεται ως λογική θεωρία, διάθεση ή δεκτικότητα της ψυχής, που συλογίζεται ορθώς, υποτίθεται ότι γνωρίζει τη φύση, την κατάσταση, τις σχέσεις και τους προσδιορισμούς των όντων. Διακρίνεται αυτή σε θεωρητική και πρακτική γνώση, διαίρεση που προκάλεσε μεταξύ των φιλοσόφων πολές συζητήσεις και προβλήματα. Κατά τον Σωκράτη πχ —αντίθετα προς τους Σοφιστές— η φιλοσοφία έχει αξία, όταν διορθώνει τις σκέψεις, τις γνώμες και τα έργα μας. Στο πέρασμα των χρόνων το νόημα του όρου άλαξε και ο τίτλος της φιλοσοφίας δόθηκε είτε σε στοχαστές που διδάσκουν την αιτιοκρατία, χωρίς τον πρέποντα σεβασμό της φιλοσοφικής ηθικής ιδέας είτε σε ευσεβείς δεισιδαίμονες, σε ακατάληπτους θεολόγους και απαίδευτους διαλεκτικούς, που τόλμησαν να αποκληθούν φιλόσοφοι, αν και φέρουν αντιφιλο-σοφικά χαρακτηριστικά. Το φιλοσοφικό πνεύμα πρέπει να χαρακτηρίζεται από παρατήρηση και ορθότητα, να μην διακρίνει τη θεωρητική γνώση από την ενάρετη πράξη, να εστιάζει την προσοχή του στα εγκόσμια και να μετατρέται σε φιλανθρωπία, έχοντας ως στόχο του την κοινωνική ωφέλεια.