Λεξικόν
τρία είναι στις παλίρροιες τα πρωτεύοντα φαινόμενα, το πρώτο εμφανίζεται δύο φορές την ημέρα, το δεύτερο δύο φορές το μήνα, το τρίτο δύο φορές το έτος. Κάθε ημέρα με τη διάβαση της σελήνης δια του μεσημβρινού ή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα βλέπουμε τα νερά του Ωκεανού να υψώνονται πάνω στις ακρογιαλές μας. Τα νερά, αφού φτάσουν σε αυτό το ύψος, τραβιούνται λίγο λίγο πίσω. Έξι (6) ώρες περίπου μετά τη μεγίστη ύψωση των νερών ακολουθεί η μεγίστη χαμήλωσή τους. Ύστερα ξαναϋψώνονται για δεύτερη φορά, όταν η σελήνη διαβαίνει στο κατώτερο μέρος του μεσημβρινού, ώστε η υψηλή και χαμηλή θάλασσα παρατηρούνται δύο φορές την ημέρα και βραδύνουν κάθε ημέρα 50´ ½, όπως και η διάβαση της σελήνης στον μεσημβρινό. Το δεύτερο φαινόμενο είναι το εξής: οι παλίρροιες αυξάνουν αισθητά την εποχή των νεομηνιών και των πανσελήνων ή μετά μία και μισή ημέρα και η αύξηση αυτή είναι μεγαλύτερη, όταν η σελήνη είναι περίγεια. Το τρίτο φαινόμενο των παλιρροιών είναι η αύξηση που συμβαίνει στις δύο ισημερίες, ώστε οι παλίρροιες είναι οι μεγαλύτερες από όλες, όταν η σελήνη βρίσκεται σε περίγεια συζυγία, που συμβαίνει στο χρόνο της ισημερίας, και ενισχύεται εξ αιτίας των ανέμων. Οι Έληνες γνώρισαν πολύ λίγο το φαινόμενο των παλιρροιών. Ο Αριστοτέλης στο πλήθος των φυσικών του συγραμμάτων προ του 300 π.Χ. ελάχιστα κάνει λόγο για τις παλίρροιες. Στον καιρό του Καίσαρος οι Ρωμάνοι (Ρωμαίοι), διδαχθέντες μέσα από τα ταξίδια τους, άρχισαν να γνωρίζουν αυτόν τον τομέα της Φυσικής. Κατά τον Στράβωνα η κίνηση του Ωκεανού μιμείται αυτή των Ουρανών, ότι δηλαδή υπάρχει μία κίνηση ημερήσια, μία μηνιαία και μία ετήσια, ότι η θάλασσα υψώνεται, όταν η σελήνη είναι στον μεσημβρινό είτε υπό τον ορίζοντα είτε υπέρ τον ορίζοντα και ότι είναι χαμηλή στην ανατολή και τη δύση της σελήνης. Ότι οι παλίρροιες αυξάνουν στις νεομηνίες και πανσελήνους και στη θερινή τροπή. Ο Πλίνιος εξηγεί όχι μόνο τα φαινόμενα αλά και την αιτία. Ο Σενέκας μιλάει με ακρίβεια. Ο Μακρόβιος, τον 4ο αιώνα (Ενύπνιον Σκιπ, Α´, 6) περιγράφει πολύ καλά τις κινήσεις του Ωκεανού. Ο Κέπλερ (Ουράνια Φυσική) κατάλαβε πρώτος το αποτέλεσμα της γενικής έλξεως στις παλίρροιες. Ο Νεύτων μετά την εύρεση της αρχής και του γενικού νόμου της έλξεως κατάλαβε εύκολα τα αποτελέσματα που ο ήλιος και η σελήνη έπρεπε να δημιουργούν στις παλίρροιες και αναλύσε το θέμα αυτό στο βιβλίο των Αρχών. Η Ακαδημία των Επιστημών αφού αποφάσισε το 1738 να πραγματευθεί εκ νέου και να ερευνήσει σε βάθος τα μέρη του συστήματος του κόσμου, που ο Νεύτων δεν μπόρεσε να διασαφηνίσει αρκετά, πρόβαλε το 1740 το ζήτημα των παλιρροιών δια τιμήν (με βραβείο). Τα πονήματα των Μπερνούλη, Άιλερ, Μακλορίν που μοιράσθηκαν το βραβείο είναι εξαίρετες πραγματείες περί των παλιρροιών. Ο Λαπλάς πραγματεύθηκε ακριβέστατα το θέμα αυτό στα Υπομνήματα της Ακαδημίας το 1790. Η έλξη της σελήνης ή του ηλίου, θεωρουμένη χωριστά, η οποία ενεργεί πάνω σε ένα στρώμα ρευστού πολύ λεπτού, που περικυκλώνει μια σφαίρα, πρέπει να κάνει αυτό το ρευστό να παίρνει σχήμα ελειπτικό. Ο Μακλορίν το απέδειξε με έναν τρόπο ευφυή στο πόνημά του το 1740. Ο Κλαιρός το έδειξε φανερά στο σύγραμά του Θεωρία του σχήματος της γης, απόδειξη που μπορεί να προσαρμοστεί και στις παλίρροιες. Ανάλογη είναι και η αποδειξη του Λαλάνδ. Τα νερά υψώνονται όχι μόνο στο μέρος, οπού είναι το άστρο που τα έλκει, αλά ακόμη και στο αντιδιαμε-τρικό του. Οι Καρτεσιανοί δεν θέλησαν να καταλάβουν αυτή τη διπλή παλίρροια, αν και αυτό είναι μία αναμφισβήτητη απόδειξη της έλξεως. Όλοι οι κύκλοι της γης που έχουν την κοινή τους τομή διευθυνόμενη προς τη σελήνη, λαμβάνουν εξ ίσου ελειπτικό σχήμα, ώστε η σφαίρα του ύδατος μεταβάλεται σε επίμηκες ελειψοειδές, του οποίου ο μεγάλος άξων διευθύνεται προς το άστρο που έλκει τα νερά ή λίγο πίσω. Ο βαθμός της ελειπτικότητας ενός παρόμοιου σφαιροειδούς είναι τα 5/4 της δυνάμεως που προκαλεί τη διαταραχή στο σημείο που είναι μέγιστη. Η κορυφή του ελειψοειδούς του ύδατος δεν διευθύνεται ακριβώς προς τον ήλιο ή τη σελήνη, διότι παρατηρούν ότι η παλίρροια συμβαίνει περίπου 2 ½ ώρες μετά την διαβάση από τον μεσημβρινό στα ελεύθερα πελάγη. Αυτή η βράδυνση των παλιρροιών είναι ένα φυσικό αποτέλεσμα της αδράνειας των νερών, της αντίστασής τους στο αποτέλεσμα της έλξης και της τριβής που υφίστανται στις ακρογυαλιές, οι οποίες επιβραδύνουν αναγκαστικά την αυξομείωση του ύψος τους.