ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

κάλια

άκαυστα σώματα, που δεν ενώνονται με το οξυγόνο σε κανένα βαθμό θερμότητας. Οι χημικοί ονομάζουν κάλια ή αλκάλι ουσίες κα-τάληλες να μεταβληθούν σε άλατα, όταν συντεθούν με όσα οξέα έχουν τάση να ενωθούν. Έλαβαν την ονομασία τους από το άλας, προϊόν ενός φυτού, που στα αρα­βικά ονομάζεται κάλι και με το αραβικό άρθρο αλ γίνεται αλκάλι. Έχουν καυστική γεύση, καθαρά έχουν συγένεια με το ύδωρ, το υδρογόνο, τον άνθρακα, εκ των οποίων συντίθεται το έλαιον. Έχουν οσμή ούρων, μεταβάλουν σε πράσινο χρώμα το σιρόπι της βιόλας (κατόπτιον του ίου) και κάθε φυτική γαλάζια έγχυση. Έχουν κλίση στα οξέα και για το λόγο αυτό αναλύουν τις διαλύσεις γήινων και μεταλι-κών αλάτων. Διαλύονται σε υγρό στον αέρα και δημιουργούν το σαπώνιον ενωμένα με παχέα έλαια. Ενωμένα με θείον αποτελούν τα θειούχα κάλια.

183-184