×

Σημείωση

Δεν σας επιτρέπεται να τροποποιήσετε αρχεία
ΕπεξεργασίαEdit

Λεξικόν

άλας

οξύ που έχει ενωθεί με μία άλη ουσία. Π.χ. Όταν οι γαίες, τα κάλια, οι μεταλικές ουσίες ενωθούν με οξέα λήγοντα σε -ώδες, τότε αποτε­λούν άλατα, τα οποία λέγονται με δύο ονόματα, το ένα είναι ουσιαστικό και παρά­γεται από τη βάση, το άλο κτητικό σε -ωδες, παραγόμενο από τη βάση του οξέος. Π.χ. αν η πότασσα ενωθεί με νιτρώδες οξύ, λέγεται νιτρώδης πότασσα. Η νεότερη ονοματολογία πρόσφερε μεγάλη ωφέλεια, γιατί αν ακούσουμε το όνομα ενός οξέος , οξει­δίου ή άλατος, ευθύς κατανοούμε τα συστατικά του μέρη ή όταν γνωρίζουμε τα μέρη του μπορούμε να το ονομάσουμε. Πρώτος ονοματοθέτης εχρημάτισε ο Λαυοϊσιήρος.

127-128