Λεξικόν
θερμαντικόν (θερμογόνον, caloricum)
ουσία η οποία, προσβάλοντας την αφή μας, διεγείρει την αίσθηση της θερμότητας. Υποτίθεται ρευστή, ελαστικότατη, αφανής, σε αφθονία διεσπαρμένη στη φύση, διαπερνά τα σώματα και βρίσκεται με αυτά ενωμένη. Διαφέρει από το φως, ενώ το πυρ δεν είναι άλο παρά σύνθετο από θερμαντικό και φως σε διαφορετική αναλογία. Κατά τους νεότερους φυσικούς και χημικούς το θερμαντικό είναι το πρώτο κινούν που η φύση μεταχειρίζεται για να κρατά σε ισορροπία τη δύναμη της εφελκύσεως ή της συγκολήσεως. Βρίσκεται στη φύση σε τέσσερες καταστάσεις: ως χημικώς συντεθειμένον με τα σώματα, ως ειδικόν, ως κρυπτόν, ως ελεύθερον.
48-52